πειραματίζομαι

πειραματίζομαι
1) производить опыты; экспериментировать;
2) пытаться, пробовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πειραματίζομαι" в других словарях:

  • πειραματίζομαι — πειραματίζομαι, πειραματίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πειραματίζομαι — 1. κάνω πειράματα, εκτελώ δοκιμασίες ή εφαρμογές θεωρητικών γνώσεων, εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη για άσκηση ή παρατήρηση 2. δοκιμάζω, επιχειρώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ …   Dictionary of Greek

  • πειραματίζομαι — πειραματίστηκα 1. κάνω πείραμα για να επαληθεύσω κάποια άποψη θεωρητική: Οι επιστήμονες πειραματίζονται χρόνια τώρα για την αποτελεσματικότητα ορισμένων φαρμάκων κατά του καρκίνου. 2. δοκιμάζω, κάνω απόπειρα να πετύχω κάτι: Οι παιδαγωγοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειραματισμός — ο 1. η πράξη τού πειραματίζομαι 2. δοκιμή, απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι 3. (επιστημολ.) η συστηματική χρήση τού πειράματος για την επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης ή θεωρίας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα τής σύγχρονης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»